άντζα

άντζα
η (Μ ἄντζα)
1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη
2. ο μηρός
3. το σκέλος
4. ο ταρσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού». Κατ΄ άλλους η λ. προήλθε από ουσ. αντζί < αντικνήμιον, με σύντμηση ή < γαλλ. anche «γλωττίδα» ή < (αρχ. γαλλ.) hanche «γοφός» ή < (αρχ. ουσ.) *άγκη ή < επίρρ. άντα ή < πρόθ. αντί ή < ουσ. αντί ή < ιταλ. anca «γοφός» ή < (δημώδ. λατ.) < ancia ή < λατ. anta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άντζα — η (λ. ιταλ.), η κνήμη, γάμπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπροστάντζα — η χρηματική προκαταβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπροστά + κατάλ. άντζα (< βεν. κατάλ. anza), πρβλ. μαστορ άντζα, σιγουρ άντζα] …   Dictionary of Greek

  • σοφεράντζα — η, Ν έμπειρος και επιδέξιος οδηγός αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφέρ + κατάλ. άντζα (πρβλ. μπροστ άντζα, προστυχ άντζα)] …   Dictionary of Greek

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • μαστοράντζα — η 1. οι τεχνίτες ή οι μάστοροι τους οποίους χρησιμοποιεί κάποιος («αναβάλλω το βάψιμο τού σπιτιού επειδή σκέφτομαι τη μαστοράντζα που θα μαζευτεί») 2. το σύνολο τών τεχνιτών, η τάξη τών μαστόρων («το σαββατόβραδο διασκεδάζει η μαστοράντζα»).… …   Dictionary of Greek

  • προστυχάντζα — η, Ν 1. πρόστυχος άνθρωπος 2. πρόστυχο, κακής ποιότητας εμπόρευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόστυχος + κατάλ. άντζα (< ιταλ. κατάλ. anza), πρβλ. μπροστ άντζα] …   Dictionary of Greek

  • αντζάτος — η, ο [άντζα] 1. αυτός που έχει παχιές ή γερές κνήμες 2. ο δυνατός, ο ισχυρός …   Dictionary of Greek

  • κακαράντζα — η αποπάτημα αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. cacare «αφοδεύω» + κατάλ. άντζα] …   Dictionary of Greek

  • καλικάντζαρος — και καλλικάντζαρος και καλιτσάγγαρος και καρκάντζαρος και καρτσάγγαρος, ο (λαογρ.) δαιμόνιο, κακό πνεύμα που σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία εμφανίζεται κατά το δωδεκαήμερο, δηλ. κατά το χρονικό διάστημα από τα Χριστούγεννα ώς τα Θεοφάνεια και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”